- αιτίασις
- (-εως) η обвинение; жалоба, упрёк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αἰτίασις — complaint fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάσει — αἰτίασις complaint fem nom/voc/acc dual (attic epic) αἰτιάσεϊ , αἰτίασις complaint fem dat sg (epic) αἰτίασις complaint fem dat sg (attic ionic) αἰτιά̱σει , αἰτιάομαι accuse fut ind mp 2nd sg (attic) αἰτιά̱σει , αἰτιάομαι accuse fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάσεις — αἰτίασις complaint fem nom/voc pl (attic epic) αἰτίασις complaint fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάσεσι — αἰτίασις complaint fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάσεσιν — αἰτίασις complaint fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτίασιν — αἰτίασις complaint fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτίαση — η (Α αἰτίασις) [αἰτιῶμαι] 1. κατηγορία, καταγγελία 2. παράπονο, μομφή … Dictionary of Greek
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek
αἰτιάσεων — αἰτιάσεω̆ν , αἰτίασις complaint fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάσεως — αἰτιάσεω̆ς , αἰτίασις complaint fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάσῃ — αἰτιάσηι , αἰτίασις complaint fem dat sg (epic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 2nd sg (attic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 2nd sg (doric aeolic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse fut ind mp 2nd sg (attic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)